- πάρεργος
- -η, -ο / πάρεργος, -ον, ΝΑ1. αυτός που γίνεται εκτός από το κύριο έργο και δεν είναι τόσο σημαντικός όσο αυτό, επουσιώδης, δευτερεύων, παραπανήσιος2. το ουδ. ως ουσ. το πάρεργοεπουσιώδης ασχολία, δευτερεύουσα απασχόληση (α. «τό έχω ως πάρεργο» β. «καλόν πάρεργον δ' αὐτὸ θήσομαι πόνων», Ευρ.)3. φρ. «εν παρέργω»(με επιρρμ. σημ.) δευτερευόντως, συμπτωματικά, παρεμπιπτόντως, επιπρόσθετα, ερασιτεχνικά (α. «ασχολείται εν παρέργω με τη φωτογραφία» β. «ἐν παρέργω... εἴ τι ἄλλο συγκαταστρεψάμενοι», Θουκ.)αρχ.1. το ουδ. ως ουσ. επιπρόσθετο συμβάν («πάρεργον τοῡτο δοῡσα τῆς τύχης», Ευρ.)β) ασήμαντο γεγονός σε σχέση με κάποιο άλλο2. φρ. α) «πάρεργα δόμων» — αυτοί που θεωρούνται υποδεέστεροι μέσα σε μια οικογένεια, οι νόθοιβ) «πάρεργος γίγνομαι» — μπαίνω τελευταίος στη σειρά, υφίσταμαι κάτι τελευταίοςγ) «ἐν παρέργου μέρει» και «ἐκ παρέργου»(με επιρρμ. σημ.) δευτερευόντως, επιπρόσθετα, παρεμπιπτόντως.επίρρ...παρέργως ΝΑεπιπρόσθετα, δευτερευόντως, παρεμπιπτόντωςαρχ.1. επιπόλαια, αμελώς2. προσωρινά, πρόσκαιρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + -εργος (< ἔργον), πρβλ. κάτ-εργος].
Dictionary of Greek. 2013.